προκαθηγούμενον

προκαθηγούμενον
προκαθηγέομαι
go before and guide
pres part mp masc acc sg (attic epic doric)
προκαθηγέομαι
go before and guide
pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
προκαθηγέομαι
go before and guide
pres part mid masc acc sg (attic epic doric)
προκαθηγέομαι
go before and guide
pres part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προκαθηγούμαι — έομαι, ΜΑ 1. (σχετικά με λογική προτεραιότητα) προηγούμαι, σε αντιδιαστολή με το έπομαι 2. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ προκαθηγουμένη η προϊσταμένη μοναστηριού καλογριών, η ηγουμένισσα αρχ. 1. προπορεύομαι και οδηγώ 2. καθοδηγώ, συμβουλεύω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”